Greek Meaning of medley
μεντλέι
Other Greek words related to μεντλέι
- ποικιλία
- κολλάζ
- ανακάτεμα
- ποικιλία
- μίγμα
- συσσώρευση
- συσσωμάτωμα
- συσσώρευση
- σούπα αλφαβήτου
- Αμάλγαμα
- μίγμα
- χαλάω
- ακαταστασία
- συνδυασμός
- συσσωμάτωμα
- Crazy Quilt
- Φασαρία
- μπερδεμά
- τσάντα έκπληξη
- Γκόμπο
- κατακερματισμός
- μίγμα
- ανακάτωμα
- Τζαμπαλάγια
- ζούγκλα
- Ζωολογικός κήπος
- Διάφορα
- ανάμεικτα
- μυστήριο
- μίξη
- μοντάζ
- ποικιλόμορφος
- μιγάδι
- Ογια ποδρίδα
- μίγμα
- παστίς
- Πατσγουόρκ
- Κουρελού
- Ποτ-πουρί
- σακούλα έκπληξη
- Ραγού
- ψάχνω
- σαλάτα
- Σαλμάκι
- ανακατεύω
- Ανάμειξη
- Σουηδικός μπουφές
- Ραγού
- Μπερδέματα
- welter
- φρουτοσαλάτα
- ανάμειξη
- σύνολο
- συσσωμάτωση
- κράμα
- κατσαρόλα
- χάος
- Μίγμα
- σύνθετος
- σύνθετο
- Σύγχυση
- συγκρότημα
- αποtrίμματα
- αταξία
- ακαταστασία
- διαταραχή
- σύντηξη
- μπέρδεμα
- ανάμειξη
- ακαταστασία
- σύγχυση
- βάλτος
- χάος
- απολειφάδια
- ψιλοπράγματα
- διάφορα
- πέφτω
- έννοιες
Nearest Words of medley
Definitions and Meaning of medley in English
medley (n)
a musical composition consisting of a series of songs or other musical pieces from various sources
medley (n.)
A mixture; a mingled and confused mass of ingredients, usually inharmonious; a jumble; a hodgepodge; -- often used contemptuously.
The confusion of a hand to hand battle; a brisk, hand to hand engagement; a melee.
A composition of passages detached from several different compositions; a potpourri.
A cloth of mixed colors.
medley (a.)
Mixed; of mixed material or color.
Mingled; confused.
FAQs About the word medley
μεντλέι
a musical composition consisting of a series of songs or other musical pieces from various sourcesA mixture; a mingled and confused mass of ingredients, usually
ποικιλία,κολλάζ,ανακάτεμα,ποικιλία,μίγμα,συσσώρευση,συσσωμάτωμα,συσσώρευση,σούπα αλφαβήτου,Αμάλγαμα
No antonyms found.
medle => ανακατεύω, medlars => Μεσπίλη, medlar tree => Μεσπιλιά, medlar => Μουσμούλα, medjidieh => μετζίτιε,