Greek Meaning of blend
μίγμα
Other Greek words related to μίγμα
- κράμα
- Αμάλγαμα
- συγχώνευση
- ανάμιξη
- συνδυασμός
- μίγμα
- Μείγμα
- ανάμειξη
- ποικιλία
- Κοκτέιλ
- σύνθετος
- σύνθετο
- Γαλάκτωμα
- σύντηξη
- ανάμειξη
- ανακατεύω
- σύνθεση
- απορρόφηση
- συσσώρευση
- συσσωμάτωση
- συνένωση
- συνασπισμός
- Μίγμα
- κομπόστ
- Συγκέντρωση
- συσσωμάτωμα
- Μισό μισό
- κατακερματισμός
- μίγμα
- Ομοιογενοποίηση
- ανακάτωμα
- Ενσωμάτωση
- ενοποίηση
- ανάμειξη
- ανακάτεμα
- μεντλέι
- Συγχώνευση
- συγχώνευση
- μίξη
- μυστήριο
- Πατσγουόρκ
- Ποτ-πουρί
- ποικιλία
- ανάμιξη
- Συνένωση
- ανάμειξη
- μίγμα
- Συγχώνευση
Nearest Words of blend
Definitions and Meaning of blend in English
blend (n)
an occurrence of thorough mixing
a new word formed by joining two others and combining their meanings
the act of blending components together thoroughly
blend (v)
combine into one
blend or harmonize
mix together different elements
blend (v. t.)
To mix or mingle together; esp. to mingle, combine, or associate so that the separate things mixed, or the line of demarcation, can not be distinguished. Hence: To confuse; to confound.
To pollute by mixture or association; to spoil or corrupt; to blot; to stain.
blend (v. i.)
To mingle; to mix; to unite intimately; to pass or shade insensibly into each other, as colors.
blend (n.)
A thorough mixture of one thing with another, as color, tint, etc., into another, so that it cannot be known where one ends or the other begins.
blend (a.)
To make blind, literally or figuratively; to dazzle; to deceive.
FAQs About the word blend
μίγμα
an occurrence of thorough mixing, a new word formed by joining two others and combining their meanings, the act of blending components together thoroughly, comb
κράμα,Αμάλγαμα,συγχώνευση,ανάμιξη,συνδυασμός,μίγμα,Μείγμα,ανάμειξη,ποικιλία,Κοκτέιλ
συνιστώσα,Στοιχείο,συστατικό,συστατικό
blenching => ζεμάτισμα, blencher => μπλανσέρ, blenched => Χλωμός, blench holding => λευκό, blench => χλωμιάζω,