Greek Meaning of patchwork
Πατσγουόρκ
Other Greek words related to Πατσγουόρκ
- διάφορα
- ποικίλος
- εκλεκτικός
- μικτός
- ποικίλω
- χαοτικός
- ετερογενής
- αδιάκριτος
- ακατάστατος
- διάφορα
- νεροχύτης
- ενωμένος
- μικτός
- ακατάστατο
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- μπερδεμένος
- συγκρότημα
- αποδιοργανωμένος
- ακατάστατος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- διαφορετικός
- αποκλίνων
- λειωμένος
- Υβρίδιο
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- μπλεγμένος
- σκορπισμένα
- Καρακάξα
- πολλαπλή
- συγχωνευμένο
- ποικιλόμορφος
- μπερδεμένος
- πολυποίκιλος
- πολλαπλές
- πολυπλέκτης
- αμέτρητος
- άσπρος με μαύρες βούλες
- ετερόκλητος
- διάφορα
- διάφοροι
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- κουρελιασμένος
Nearest Words of patchwork
Definitions and Meaning of patchwork in English
patchwork (n)
a theory or argument made up of miscellaneous or incongruous ideas
a quilt made by sewing patches of different materials together
sewing consisting of pieces of different materials sewn together in a pattern
patchwork (n.)
Work composed of pieces sewed together, esp. pieces of various colors and figures; hence, anything put together of incongruous or ill-adapted parts; something irregularly clumsily composed; a thing putched up.
FAQs About the word patchwork
Πατσγουόρκ
a theory or argument made up of miscellaneous or incongruous ideas, a quilt made by sewing patches of different materials together, sewing consisting of pieces
διάφορα,ποικίλος,εκλεκτικός,μικτός,ποικίλω,χαοτικός,ετερογενής,αδιάκριτος,ακατάστατος,διάφορα
Ομοιογενής,ίδιος,στολή,διακριτός,διακριτικός,ταυτόσημος,άτομο,σαν,μονολιθικός,ξεχωριστό
patchouly => πατσουλί, patchouli => Πατσουλί, patchingly => διάσπαρτα, patching => patch, patchiness => Ανισότητα,