Greek Meaning of incorporated
ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
Other Greek words related to ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- μικτός
- συνδυασμένος
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- μικτός
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- βρώμικος
- βρώμικος με μούργα
- λερωμένος
- συσπειρώθηκε
- σύνθετος
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- βεβηλωμένος
- Μολυσμένος
- βρώμικος
- Κηλιδωμένος
- λερωμένος
- κακομαθημένος
- Μολυσμένο
- Νοθευμένο
- κράμα
- Befouled = Βεβηλωμένος
- φθηνή, φτηνή
- Μολυσμένος
- Αραίωση
- αραιωμένο
- παραποιημένο
- Φλιδωτός
- μολυσμένος
- μολυσμένος
- αραιωμένος
- Ακατέργαστος
- αδιευκρίνιστος
- αφιλτράριστο
- συμπυκνωμένος
- φιλτραρισμένο
- καλό
- καθαρός
- απλός
- καθαρός
- εκλεπτυσμένος
- ίσιος
- δυνατός
- ατόφιος
- απαύστως
- αμόλυντος
- ατόφιο
- αδιάλυτος
- ανάμικτος
- Αμόλυντος
- Αμόλυντος
- καθαρισμένος
- διευκρίνισε
- ασύνδετος
- Εξαιρετικά καθαρό
- εξαιρετικά εκλεπτυσμένος
- Καθαρός
- άμωμος
- παστεριωμένο / παστεριωμένος
- άψογος
- ανοξείδωτο
- στείρος
- στείρωση
- αμόλυντος
Nearest Words of incorporated
Definitions and Meaning of incorporated in English
incorporated (s)
formed or united into a whole
organized and maintained as a legal corporation
introduced into as a part of the whole
incorporated (imp. & p. p.)
of Incorporate
incorporated (a.)
United in one body; formed into a corporation; made a legal entity.
FAQs About the word incorporated
ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
formed or united into a whole, organized and maintained as a legal corporation, introduced into as a part of the wholeof Incorporate, United in one body; formed
μικτός,συνδυασμένος,συγχωνευμένο,αναμεμιγμένα,μικτός,μικτός,αναμεμειγμένος,ανάμικτος,βρώμικος,βρώμικος με μούργα
συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,καλό,καθαρός,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,δυνατός,ατόφιος
incorporate => ενσωματώνω, incorporally => ασώματος, incorporality => Ασωματότητα, incorporal => άυλος, incoronate => στεφθείς,