Greek Meaning of inconvincible

ανίκητο

Other Greek words related to ανίκητο

Definitions and Meaning of inconvincible in English

Webster

inconvincible (a.)

Not convincible; incapable of being convinced.

FAQs About the word inconvincible

ανίκητο

Not convincible; incapable of being convinced.

αμετάπειστος,σκληρυμένο,σταθερός,πεισματάρης,αδαμάντινος,πεισματάρης,αποφασισμένος,επίμονος,σκληρός,πεισματάρης

Αποδεκτός,συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,συμβατός,υπάκουος,ευέλικτος,υπάκουος,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος

inconvertibly => Μετατρέψιμη, inconvertibleness => Αμετατρεψιμότητα, inconvertible => μη μετατρέψιμος, inconvertibility => μη μετατρεψιμότητα, inconverted => αμετανόητος,