Greek Meaning of hard-shell

σκληρό κέλυφος

Other Greek words related to σκληρό κέλυφος

Definitions and Meaning of hard-shell in English

Webster

hard-shell (a.)

Unyielding; insensible to argument; uncompromising; strict.

FAQs About the word hard-shell

σκληρό κέλυφος

Unyielding; insensible to argument; uncompromising; strict.

στερεός,Σκληρή γραμμή,Ακίνητος,αναπόφευκτος,Σίδηρος,επίμονος,αμείλικτος,άκαμπτος,σοβαρός,σταθερός

συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,συμβατός,υπάκουος,ευέλικτος,υπάκουος,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,συμμορφούμενος

hardscrabble => σκληρός , hards => σκληρός, hard-pressed => υπό πίεση, hardpan => Σκληροπλάκα, hard-of-hearing => βαρήκοος,