Greek Meaning of stern
πρύμνη
Other Greek words related to πρύμνη
- αυταρχικός
- σκληρός
- άκαμπτος
- αυστηρός
- σοβαρός
- αυστηρός
- σκληρός
- αυστηρός
- απαιτητικός
- Φlinstones
- βαρύς
- σκληρός
- σκληρυμένο
- αδέξιος
- αμείλικτος
- ράβδος καθαρισμού
- αμείλικτος
- σταθερός
- αμετάπειστος
- αδαμάντινος
- ασκητής
- ασκητικός
- εκφοβισμός
- εκφοβισμός
- σκληρόκαρδος
- αποφασισμένος
- επίμονος
- κατσούφης
- απαιτητικός
- στερεός
- Σκληρή γραμμή
- Σκληρόκαρδος
- ακίνητος
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- αδάμαστος
- μοναστικός
- μοναστικός
- πεισματάρης
- Οστεοποιημένος
- άσπλαχνος
- Επιλεγμένο
- σκληρό σαν πέτρα
- αποφασισμένος
- άκαμπτος
- άκαμπτος
- αναίσθητος
- αδιάλλακτος
- σταθερός
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- εύκολος
- εύκολος
- ανεκτικός
- ήπιος
- επιεικής
- χαλαρός
- επιεικής
- ήπιος
- ανεκτικός
- Αποδεκτός
- φιλανθρωπικός
- ήπιος
- ευέλικτος
- ευγενικός
- χαλαρός
- ελεήμων
- ασθενής
- μη αποκριτικός
- μαλακός
- μαλακοκάδιας
- ανεπιτήδευτο
- πρόθυμος
- υποχωρητικός
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- υπάκουος
- συμβατός
- ανένδοτος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
Nearest Words of stern
Definitions and Meaning of stern in English
stern (n)
the rear part of a ship
United States concert violinist (born in Russia in 1920)
the fleshy part of the human body that you sit on
stern (s)
of a stern or strict bearing or demeanor; forbidding in aspect
not to be placated or appeased or moved by entreaty
severe and unremitting in making demands
severely simple
FAQs About the word stern
πρύμνη
the rear part of a ship, United States concert violinist (born in Russia in 1920), the fleshy part of the human body that you sit on, of a stern or strict beari
αυταρχικός,σκληρός,άκαμπτος,αυστηρός,σοβαρός,αυστηρός,σκληρός,αυστηρός,απαιτητικός,Φlinstones
εύκολος,εύκολος,ανεκτικός,ήπιος,επιεικής,χαλαρός,επιεικής,ήπιος,ανεκτικός,Αποδεκτός
sterling silver => Στερλίνα, sterling bloc => στερλίνα μπλοκ, sterling area => Στερλίνα, sterling => Λίρα στερλίνα (GBP), sterilizer => Αποστειρωτής,