Greek Meaning of sterling

Λίρα στερλίνα (GBP)

Other Greek words related to Λίρα στερλίνα (GBP)

Definitions and Meaning of sterling in English

Wordnet

sterling (n)

British money; especially the pound sterling as the basic monetary unit of the UK

Wordnet

sterling (s)

highest in quality

FAQs About the word sterling

Λίρα στερλίνα (GBP)

British money; especially the pound sterling as the basic monetary unit of the UK, highest in quality

καταπληκτικός,όμορφος,άριστος,καταπληκτικός,φανταστικός,καλό,μεγάλος, καταπληκτικός,όμορφος,θαυμαστός,θαυμάσιος

Φρικτός,φρικτός,χάλια,φτωχός,σάπιο,φοβερός,φαύλος,κακός,αποτρόπαιος,κατώτερος

sterilizer => Αποστειρωτής, sterilized => στείρωση, sterilize => αποστειρώνω, sterilization => αποστείρωση, sterility => στειρότητα,