Greek Meaning of traditional
παραδοσιακό
Other Greek words related to παραδοσιακό
- Σύγχρονο
- τρέχων
- μοντέρνος
- νέος
- μη παραδοσιακός
- σύγχρονος
- μη συμβατικό
- μη παραδοσιακό
- φουτουριστικός
- Υψηλής τεχνολογίας
- ζεστό
- τελευταίος
- μοντερνιστικός
- μοντέρνος
- καινούργιος
- πρωτότυπο
- προοδευτικός
- φλογερός
- επαναστατικός
- Τελευταίας τεχνολογίας
- υπερσύγχρονο
- ασυνήθιστο
- Ενημερωμένος
- νέα εποχή
- ασυνήθιστος
- ενημερωμένος/-η/-ο
- Υψηλής τεχνολογίας
- Mod
- nonkonformistas
- Διαστημική εποχή
- ανορθόδοξος
- άνευ προηγουμένου
- νέας μόδας
- ανορθόδοξος
- υπερσύγχρονος
Nearest Words of traditional
- tradition => παράδοση
- trading stamp => Σφραγίδα συναλλαγής
- trading post => εμπορικό κέντρο
- trading operations => Συναλλαγές
- trading floor => Αίθουσα διαπραγμάτευσης
- trading card => Συλλεκτική κάρτα
- trading => Συναλλαγές
- trade-unionist => συνδικαλιστής
- tradeswomen => εργαζόμενες
- tradeswoman => γυναίκα τεχνίτης
- traditional knowledge => παραδοσιακή γνώση
- traditionalism => Παραδοσιακότητα
- traditionalist => παραδοσιακός
- traditionalistic => παραδοσιακός
- traditionality => παραδοσιακότητα
- traditionally => παραδοσιακά
- traditionaries => παραδοσιολάτρες
- traditionarily => παραδοσιακά
- traditionary => παραδοσιακός
- traditioner => Παραδοσιακός
Definitions and Meaning of traditional in English
traditional (a)
consisting of or derived from tradition
traditional (s)
pertaining to time-honored orthodox doctrines
traditional (a.)
Of or pertaining to tradition; derived from tradition; communicated from ancestors to descendants by word only; transmitted from age to age without writing; as, traditional opinions; traditional customs; traditional expositions of the Scriptures.
Observant of tradition; attached to old customs; old-fashioned.
FAQs About the word traditional
παραδοσιακό
consisting of or derived from tradition, pertaining to time-honored orthodox doctrinesOf or pertaining to tradition; derived from tradition; communicated from a
κλασικός,συμβατικός,συνήθης,ιστορικός,συνήθης,αρχαίος,αυθεντικός,κοινός,ιστορικός,παλιό
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,μη παραδοσιακός,σύγχρονος,μη συμβατικό,μη παραδοσιακό,φουτουριστικός,Υψηλής τεχνολογίας
tradition => παράδοση, trading stamp => Σφραγίδα συναλλαγής, trading post => εμπορικό κέντρο, trading operations => Συναλλαγές, trading floor => Αίθουσα διαπραγμάτευσης,