Greek Meaning of prescriptive
προγραφικός
Other Greek words related to προγραφικός
- Σύγχρονο
- τρέχων
- μοντέρνος
- μοντέρνος
- νέος
- μη παραδοσιακός
- σύγχρονος
- μη συμβατικό
- μη παραδοσιακό
- Ενημερωμένος
- νέα εποχή
- ενημερωμένος/-η/-ο
- φουτουριστικός
- Υψηλής τεχνολογίας
- ζεστό
- τελευταίος
- μοντερνιστικός
- καινούργιος
- πρωτότυπο
- προοδευτικός
- φλογερός
- επαναστατικός
- Τελευταίας τεχνολογίας
- υπερσύγχρονο
- ανορθόδοξος
- άνευ προηγουμένου
- ασυνήθιστο
- ασυνήθιστος
- Υψηλής τεχνολογίας
- Mod
- nonkonformistas
- Διαστημική εποχή
- νέας μόδας
- ανορθόδοξος
- υπερσύγχρονος
Nearest Words of prescriptive
- prescriptive grammar => Προσδιοριστική γραμματική
- prescriptive linguistics => Προγραφική γλωσσολογία
- prescriptivism => προγραφισμός
- preseason => Προετοιμασία
- presence => παρουσία
- presence chamber => Αίθουσα Θρόνου
- presence of mind => Παρουσία πνεύματος
- presenile dementia => Πρώιμη άνοια
- present => παρόν
- present moment => παρόν στιγμή
Definitions and Meaning of prescriptive in English
prescriptive (a)
pertaining to giving directives or rules
FAQs About the word prescriptive
προγραφικός
pertaining to giving directives or rules
συμβατικός,συνήθης,παραδοσιακό,αυθεντικός,κλασικός,κοινός,ιστορικός,ιστορικός,παλιό,συνήθης
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,μοντέρνος,νέος,μη παραδοσιακός,σύγχρονος,μη συμβατικό,μη παραδοσιακό,Ενημερωμένος
prescription medicine => Φάρμακο συνταγής, prescription drug => Φάρμακο συνταγής, prescription => συνταγή, prescript => συνταγή, prescribed => συνταγογραφημένο,