Greek Meaning of revolutionary
επαναστατικός
Other Greek words related to επαναστατικός
Nearest Words of revolutionary
- revolutionary armed forces of colombia => Επαναστατικές ένοπλες δυνάμεις της Κολομβίας
- revolutionary calendar => επαναστατικό ημερολόγιο
- revolutionary calendar month => Μήνας επαναστατικού ημερολογίου
- revolutionary group => Επαναστατική ομάδα
- revolutionary justice organization => Επαναστατική οργάνωση δικαιοσύνης
- revolutionary organization 17 november => Επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη
- revolutionary organization of socialist muslims => Επαναστατική οργάνωση των Σοσιαλιστών Μουσουλμάνων
- revolutionary people's liberation front => Επαναστατικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο
- revolutionary people's liberation party => Επαναστατικό Κίνημα Λαϊκής Απελευθέρωσης
- revolutionary people's struggle => Επαναστατικός λαϊκός αγώνας
Definitions and Meaning of revolutionary in English
revolutionary (n)
a radical supporter of political or social revolution
revolutionary (s)
markedly new or introducing radical change
revolutionary (a)
of or relating to or characteristic or causing an axial or orbital turn
relating to or having the nature of a revolution
advocating or engaged in revolution
revolutionary (a.)
Of or pertaining to a revolution in government; tending to, or promoting, revolution; as, revolutionary war; revolutionary measures; revolutionary agitators.
revolutionary (n.)
A revolutionist.
FAQs About the word revolutionary
επαναστατικός
a radical supporter of political or social revolution, markedly new or introducing radical change, of or relating to or characteristic or causing an axial or or
ακραίο,ριζοσπαστικός,εξτρεμιστής,φανατικός,φανατικός,λυσσασμένος,επαναστάτης,ανατρεπτικός,υπέρ,αντιδραστικός
συντηρητικός,συμβατικός,στη μέση του δρόμου,μέτριος,μη επαναστατικός,παραδοσιακό,μη επαναστατικός,φιλελεύθερος,ορθόδοξος,προοδευτικός
revolution => επανάσταση, revolute => περιστρεφόμενος, revoluble => περιστρεφόμενος, revoltingly => αποκρουστικά, revolting => αποκρουστικός,