Greek Meaning of revolted

εξεγερμένος

Other Greek words related to εξεγερμένος

Definitions and Meaning of revolted in English

Webster

revolted (imp. & p. p.)

of Revolt

FAQs About the word revolted

εξεγερμένος

of Revolt

θυμωμένος,αηδιασμένος,σοκαρισμένος,άρρωστος, -η, -ο,θυμωμένος,εξοργισμένος,θυμωμένος,ναυτία,Εξοργισμένος,απωθήθηκε

Χαρούμενος,ευγνώμων,χαρούμενος,ικανοποιημένος,ευγνώμων,γοητευμένος,γοητευμένος,κατενθουσιασμένος,Μαγεμένος,γοητευμένος

revolt => εξέγερση, revokingly => ανακλητικό, revoking => ανάκληση, revoker => ανακλητής, revokement => ανάκληση,