Greek Meaning of worked up

εκνευρισμένος

Other Greek words related to εκνευρισμένος

Definitions and Meaning of worked up in English

Wordnet

worked up (s)

(of persons) excessively affected by emotion

FAQs About the word worked up

εκνευρισμένος

(of persons) excessively affected by emotion

θυμωμένος,θυμωμένος,Αποπληκτικός,Εκνευρισμένος,δυσαρεστημένος,εξοργισμένος,απογοητευμένος,φουμάρισμα,εξοργισμένος,Αγανακτισμένος

Χαρούμενος,ευγνώμων,χαρούμενος,ικανοποιημένος,ευγνώμων,γοητευμένος,γοητευμένος,κατενθουσιασμένος,γοητευμένος,μαγεμένος

worked => εργάστηκε, workday => εργάσιμη ημέρα, work-clothing => εργατικά ρούχα, work-clothes => Ρούχα εργασίας, workbox => Κουτί εργαλείων,