Greek Meaning of workfolk

εργαζόμενοι

Other Greek words related to εργαζόμενοι

Definitions and Meaning of workfolk in English

Webster

workfolk (n.)

People that labor.

FAQs About the word workfolk

εργαζόμενοι

People that labor.

αγρότης,τζέντλεμαν αγρότης,αγρότης επιβίωσης,ενοικιαστής αγρότης,μισθοφόρος,γεωργός,αγρότης,Γεωπόνος,κροφτερ,κόφτης

μη αγρότης

workflow => Ροή εργασίας, workfellow => συνάδελφος, worker bee => Εργάτρια, worker => εργαζόμενος, worked up => εκνευρισμένος,