FAQs About the word ranchman

Ραντσέρης

An owner or occupant of, or laborer on, a ranch; a herdsman.

Γκράνγκερ,αποικιστής,Γελαδάρης,Ραντσέρο,γεωργός,αγρότης,κροφτερ,αγρότης,Φωλιάζει,κολίγος

μη αγρότης

ranching => κτηνοτροφία, rancheros => Αυτοί που εργάζονται σε ράντσο, ranchero => Ραντσέρο, rancheria => ράντσο, rancher => Γελαδάρης,