Greek Meaning of sharecropper
κολίγος
Other Greek words related to κολίγος
Nearest Words of sharecropper
Definitions and Meaning of sharecropper in English
sharecropper (n)
small farmers and tenants
FAQs About the word sharecropper
κολίγος
small farmers and tenants
γεωργός,αγρότης,καλλιεργητής,καλλιεργητής,θεριστική μηχανή,αποικιστής,Φυτευτής,μισθοφόρος,Γεωπόνος,κροφτερ
μη αγρότης
sharecrop farmer => Μοιρατζής, sharebroker => χρηματιστής, sharebone => Μετακάρπιο οστό, share => κοινοποιώ, shardy => κατακερματισμένος,