Greek Meaning of shared
κοινός
Other Greek words related to κοινός
Nearest Words of shared
Definitions and Meaning of shared in English
shared (a)
have in common; held or experienced in common
shared (s)
distributed in portions (often equal) on the basis of a plan or purpose
shared (imp. & p. p.)
of Share
FAQs About the word shared
κοινός
have in common; held or experienced in common, distributed in portions (often equal) on the basis of a plan or purposeof Share
συνεργατικός,συλλογικός,συνδυασμένος,κοινοτικός,άρθρωση,αμοιβαίος,κοινός,συντονισμένος,κοινό,συνεταιρισμός
αποκλειστικός,άτομο,ένας άντρας,προσωπικός,ιδιωτικό,διάφορα,ανύπαντρος,Μόνος,μοναχικός,μονόπλευρη
sharecropper => κολίγος, sharecrop farmer => Μοιρατζής, sharebroker => χρηματιστής, sharebone => Μετακάρπιο οστό, share => κοινοποιώ,