Greek Meaning of unilateral
μονόπλευρη
Other Greek words related to μονόπλευρη
Nearest Words of unilateral
- unilateral contract => Μονομερής σύμβαση
- unilateral descent => μονομερής καταγωγή
- unilateral paralysis => Μονομερής παράλυση
- unilateralism => Μονομερισμός
- unilateralist => μονομερής
- unilaterally => μονομερώς
- uniliteral => μονογράμματος
- unilluminated => αθέατος
- unilluminating => μη αποκαλυπτικός
- unilobar => μονολοβώδης
Definitions and Meaning of unilateral in English
unilateral (a)
involving only one part or side
unilateral (s)
tracing descent from either the paternal or the maternal line only
unilateral (a.)
Being on one side only; affecting but one side; one-sided.
Pertaining to one side; one-sided; as, a unilateral raceme, in which the flowers grow only on one side of a common axis, or are all turned to one side.
FAQs About the word unilateral
μονόπλευρη
involving only one part or side, tracing descent from either the paternal or the maternal line onlyBeing on one side only; affecting but one side; one-sided., P
αποκλειστικός,άτομο,ένας άντρας,μονόπλευρος,μονής κατεύθυνσης,προσωπικός,ιδιωτικό,ανύπαντρος,Μόνος,μοναχικός
διμερής,συνεργατικός,συλλογικός,συνδυασμένος,κοινός,κοινοτικός,συντονισμένος,κοινό,συνεταιρισμός,άρθρωση
unilabiate => Μονόχειλος, unijugate => αζύγης, unigenous => μοναδικός, unigeniture => Μονογένεση, unifying => ενοποιητικό,