Greek Meaning of unifying
ενοποιητικό
Other Greek words related to ενοποιητικό
- συγκεντρώνοντας
- ενοποίηση
- ολοκληρώνοντας
- συγχώνευση
- συνένωση
- κεντροποίηση
- κεντρικοποίηση
- συνδυάζοντας
- συμπίεση
- πολωτικός
- μειώνοντας
- συναρμολόγηση
- ανάμιξη
- Συγχώνευση
- συλλογή
- συγκεντρωτικός
- γειτονικός
- συντονισμός
- Τήξη
- συνάντηση
- εναρμονιστική
- ενσωματώνοντας
- ένταξη
- σύνδεση
- ενορχήστρωση
- επανένωση
- επανένωση
Nearest Words of unifying
- unigeniture => Μονογένεση
- unigenous => μοναδικός
- unijugate => αζύγης
- unilabiate => Μονόχειλος
- unilateral => μονόπλευρη
- unilateral contract => Μονομερής σύμβαση
- unilateral descent => μονομερής καταγωγή
- unilateral paralysis => Μονομερής παράλυση
- unilateralism => Μονομερισμός
- unilateralist => μονομερής
Definitions and Meaning of unifying in English
unifying (s)
combining into a single unit
tending to unify
unifying (p. pr. & vb. n.)
of Unify
FAQs About the word unifying
ενοποιητικό
combining into a single unit, tending to unifyof Unify
συγκεντρώνοντας,ενοποίηση,ολοκληρώνοντας,συγχώνευση,συνένωση,κεντροποίηση,κεντρικοποίηση,συνδυάζοντας,συμπίεση,πολωτικός
αποκέντρωση,διαχωρίζοντας,εξάπλωση (επέκταση),αποσυντονιστικός,διαχωρίζοντας
unify => ενοποίηση, unifromness => ομοιομορφία, uniformness => ομοιομορφία, uniformly => ομοιόμορφα, uniformize => ομογενοποιώ,