Greek Meaning of separating

διαχωρίζοντας

Other Greek words related to διαχωρίζοντας

Definitions and Meaning of separating in English

Webster

separating (p. pr. & vb. n.)

of Separate

Webster

separating (a.)

Designed or employed to separate.

FAQs About the word separating

διαχωρίζοντας

of Separate, Designed or employed to separate.

αποσύνδεσης,διαιρών,σχίση,αποσυνθέτειν,αποσπώντας,αποσυσχέτιση,διατομή,αποσυνδέοντας,διαζύγιο,μονωτικός

συναρμολόγηση,ανάμιξη,συνδυάζοντας,ένταξη,σύνδεση,ανάμειξη,συνένωση,συνδεόμενο,Σύνδεση,συνδέω

separatical => αυτονομιστικός, separateness => Διακριτότητα, separately => χωριστά, separated => διαχωρισμένος, separate out => διαχωρίζω,