Greek Meaning of subdividing
υποδιαίρεση
Other Greek words related to υποδιαίρεση
- υποδιαιρών
- σχίσιμο
- Διαχωρισμός
- αποσύνδεσης
- διατομή
- αποσυνδέοντας
- διαιρών
- διαζύγιο
- μισός
- διαμερισμός
- στρατωνισμός
- διακλαδιζόμενος
- επίλυση
- διαχωρίζοντας
- σχίση
- τριχοτόμηση
- διακλαδίζεται
- Κατακερματισμός
- τμηματοποίηση
- αποσυνθέτειν
- αποσυσχέτιση
- αποσυντιθέμενος
- διαχωρισμός
- διάρρηξη
- διαχωρισμός
- διαλυτικός
- διαχωριστικός
- κάταγμα
- μονωτικός
- χωρισμό
- τράβηγμα
- σχίσιμο
- σκίσιμο
- διαχωρίζοντας
- διαχωρισμός
- Δάκρυα
- αναλύοντας
- χωρίζοντας
- Αποσύνδεση
- αποσυναρμολόγηση
- Κλασματοποίηση
- κατακερματισμός
- Απόσχιση
- απόσυνδεση
- απόσυνδεση
- απόζευξη
- σπάσιμο
- κόβοντας
- αποσπώντας
- αποσύνδεσης
- ξεμπέρδεμα
- μονωτικό
- ρήξη
- σχίσιμο
- ρήξη
- απομονώνοντας
- αποθήκευση
- αποδέσμευση
- θραυσματισμός
- Τμηματοποίηση
- ξετύλιγμα
Nearest Words of subdividing
Definitions and Meaning of subdividing in English
subdividing
to divide a piece of land into building lots, to divide into several parts, to separate or become separated into subdivisions, to divide (a tract of land) into building lots, to divide the parts of into more parts, to divide the parts of something into more parts, to divide (a tract of land) into two or more lots for sale or building development
FAQs About the word subdividing
υποδιαίρεση
to divide a piece of land into building lots, to divide into several parts, to separate or become separated into subdivisions, to divide (a tract of land) into
υποδιαιρών,σχίσιμο,Διαχωρισμός,αποσύνδεσης,διατομή,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαζύγιο,μισός,διαμερισμός
συναρμολόγηση,Σύνδεση,ανάμιξη,συνδυάζοντας,ανάμειξη,συνδεόμενο,συσσωρεύοντας,συνδέω,υποχρεωτικός,τσιμεντοποίηση
subdivided => υποδιαιρεθεί, sub-departments => Υποτμήματα, subdepartments => υποτμήματα, subdepartment => Υποδιεύθυνση, subdebutante => ντεμπιτάντ,