Greek Meaning of breaking down
αναλύοντας
Other Greek words related to αναλύοντας
- ταξινόμηση
- διακριτικός
- διανομή
- κατάταξη
- ομαδοποίηση
- τοποθέτηση
- κατάταξη
- υποβιβάζοντας
- διαχωρίζοντας
- διαλογή
- πληκτρολόγηση
- ταξινόμηση
- ταξινόμηση
- κωδικοποίηση
- χώνεψη
- Υποβολή
- Αναγνώριση
- καταχώρηση
- οργάνωση
- περιοχή
- αναγνωρίζοντας
- αναφερόμενο
- κατηγοριοποίηση
- Διαμερισματοποίηση
- διαχωρισμός
- σχέδιο
- διάταξη
- καταλογογράφηση
- συσσωμάτωση
- συσσωμάτωση
- Διάθεση
- ευρετηρίαση
- συγκρότηση
- προετοιμασία
- περιθωριοποίηση
- προβολή
- ράφια
- κοσκίνισμα
- λίχνισμα
- αλφαβητισμός
- καταλογογράφηση
- συνεργατικός
- Εκκαθάριση
- επανακατάταξη
- ανασύνταξη
- κόσκινημα
- συστηματοποιώντας
Nearest Words of breaking down
- breaking free => Απελευθέρωση
- breaking in => διάρρηξη
- breaking off (with) => τελειώνω (μια σχέση με)
- breaking out => απόδραση
- breaking out (of) => ξεσπώντας (από)
- breaking points => Σημεία θραύσης
- breaking the law => Παραβίαση του νόμου
- breaking up => χωρίζοντας
- breaks => διαλείμματα
- breaks down => χαλάει
Definitions and Meaning of breaking down in English
breaking down
a fast shuffling dance, a complete loss of physical, mental, or emotional vitality, to separate (as a chemical compound) into simpler substances, to fail in strength or vitality, to use force to push (something) to the ground, to become inoperative or ineffective, to succumb to mental or emotional stress, to lose the strength to resist or fight, classification, to separate or become separated into parts or groups, to undergo decomposition, a physical, mental, or nervous collapse, a failure to function, decomposition, to make ineffective, to lose one's resolve, to take apart especially for storage or shipment and for later reassembling, division into categories, to separate (something, such as a chemical compound) into simpler substances, to be susceptible to or undergo analysis or subdivision, to go through decomposition, failure to progress or have effect, to stop functioning because of breakage or wear, an account analyzed into categories, to cause to fall or collapse by breaking or shattering, to divide into parts or categories, obtained or resulting from disintegration or decomposition of a substance, to become overwhelmed by strong emotion, to stop working properly, the process of decomposing, music for such a dance, a failure to function properly, to severely injure the supporting ligament or bones of the fetlock joint, the action or result of breaking down
FAQs About the word breaking down
αναλύοντας
a fast shuffling dance, a complete loss of physical, mental, or emotional vitality, to separate (as a chemical compound) into simpler substances, to fail in str
ταξινόμηση,διακριτικός,διανομή,κατάταξη,ομαδοποίηση,τοποθέτηση,κατάταξη,υποβιβάζοντας,διαχωρίζοντας,διαλογή
συγκεχυμένος,συνωστισμός,(ανάμειξη),αποδιοργανωτική,ανακάτεμα,συσσώρευση,εσφαλμένη ταξινόμηση,Λανθασμένη ταξινόμηση,εσφαλμένη ταξινόμηση,τυπογραφικό λάθος
breaking bread => σπάζοντας ψωμί, breaking (in) => ληστεία, breakfront => βιτρίνα, breakdowns => βλάβες, break the law => Παραβίαση του νόμου,