FAQs About the word breaking the law

Παραβίαση του νόμου

to do something illegal

πτώση,παράβαση,πλανόδιος,εσφαλμένος,Πτώση από τη χάρη,προσβλητικός,αμαρτωλός,περιπλανώμενος,παραβαίνει,αναστροφή

συγχωρητικός,δικαιολογώντας,χάρη,λυπημένος,μετανοημένος,μετανιωμένος

breaking points => Σημεία θραύσης, breaking out (of) => ξεσπώντας (από), breaking out => απόδραση, breaking off (with) => τελειώνω (μια σχέση με), breaking in => διάρρηξη,