Greek Meaning of justifying

δικαιολογώντας

Other Greek words related to δικαιολογώντας

Definitions and Meaning of justifying in English

Webster

justifying (p. pr. & vb. n.)

of Justify

FAQs About the word justifying

δικαιολογώντας

of Justify

δικαιολογία,εξηγώντας,αγνοώντας,ορθολογικοποίηση,Λογιστική (για),άλλοθι,σκούπισμα (παράμερα ή μακριά),ανεκτικότητα,αγνοώντας,Eξηγώντας

Εγκατάλειψη,εγκατάλειψη,συρριγμός,όπισθεν,εναλλαγή,απόσυρση ,abjuring,διάψευση,διάψευση,αναίρεση

justify => δικαιολογώ, justifier => δικαιολογητής, justifiedly => δικαιολογημένα, justified => δικαιολογημένη, justificatory => δικαιολογητικός,