FAQs About the word switching

εναλλαγή

the act of changing one thing or position for another

μεταβλητός,ανταλλαγή,υποκαθιστώντας,ανταλλαγή,Συναλλαγές,μετακινήσεις,αντικαθιστώντας,μετατόπιση,μετατοπίζοντας,ανταλλαγή

συντηρώντας,υποστηρίζων,διατήρηση

switch-hitter => Αμφιδέξιος παίκτης, switch-hit => Αμφιδέξιος, switcheroo => ανταλλαγή, switcher => διακόπτης, switchboard operator => Τηλεφωνήτρια,