FAQs About the word substituting

υποκαθιστώντας

working as a substitute for someone who is ill or on leave of absence

μεταβλητός,ανταλλαγή,ανταλλαγή,Συναλλαγές,μετακινήσεις,αντικαθιστώντας,μετατόπιση,εναλλαγή,μετατοπίζοντας,ανταλλαγή

No antonyms found.

substitute => αντικαταστάτης, substitutable => αντικαταστάσιμο, substitutability => αντικαταστάσιμότητα, substation => Υποσταθμός, substantive dye => Ουσιαστές βαφές,