Greek Meaning of substantival
Ουσιαστικός
Other Greek words related to Ουσιαστικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of substantival
- substantiative => ουσιαστικός
- substantiation => τεκμηρίωση
- substantiating => τεκμηριώνω
- substantiate => τεκμηριώνω
- substantialness => ουσιαστικότητα
- substantially => σημαντικά
- substantiality => ουσιαστικότητα
- substantial => ουσιαστικός
- substantia nigra => ουσία μέλαινα
- substantia grisea => Γκρίζα ουσία
- substantive => ουσιαστικός
- substantive dye => Ουσιαστές βαφές
- substation => Υποσταθμός
- substitutability => αντικαταστάσιμότητα
- substitutable => αντικαταστάσιμο
- substitute => αντικαταστάτης
- substituting => υποκαθιστώντας
- substitution => υποκατάσταση
- substitution class => Αντικατάσταση μαθήματος
- substrate => υπόστρωμα
Definitions and Meaning of substantival in English
substantival (a)
of or relating to or having the nature or function of a substantive (i.e. a noun or noun equivalent)
FAQs About the word substantival
Ουσιαστικός
of or relating to or having the nature or function of a substantive (i.e. a noun or noun equivalent)
No synonyms found.
No antonyms found.
substantiative => ουσιαστικός, substantiation => τεκμηρίωση, substantiating => τεκμηριώνω, substantiate => τεκμηριώνω, substantialness => ουσιαστικότητα,