Greek Meaning of substantialness
ουσιαστικότητα
Other Greek words related to ουσιαστικότητα
Nearest Words of substantialness
- substantially => σημαντικά
- substantiality => ουσιαστικότητα
- substantial => ουσιαστικός
- substantia nigra => ουσία μέλαινα
- substantia grisea => Γκρίζα ουσία
- substantia alba => Λευκή ουσία
- substandard => Κατώτερος του επιπέδου
- substance abuse => Κατάχρηση ουσιών
- substance => Ουσία
- subspecies => Υποείδος
- substantiate => τεκμηριώνω
- substantiating => τεκμηριώνω
- substantiation => τεκμηρίωση
- substantiative => ουσιαστικός
- substantival => Ουσιαστικός
- substantive => ουσιαστικός
- substantive dye => Ουσιαστές βαφές
- substation => Υποσταθμός
- substitutability => αντικαταστάσιμότητα
- substitutable => αντικαταστάσιμο
Definitions and Meaning of substantialness in English
substantialness (n)
the quality of being substantial or having substance
FAQs About the word substantialness
ουσιαστικότητα
the quality of being substantial or having substance
Παχυσαρκία,στερεότητα,Στερεότητα,ουσιαστικότητα,χύμα,όγκος,δυσκολία,βαρύτητα,τεράστιοτητα,βαρύτητα
Λιχουδιά,ελαφρότητα,Ανέβαρυτητα,ελαφρότητα,αιθερώδης,Ασημαντότητα,λεπτότητα,Αιθέρια,ευθραυστότητα,χνουδωτότητα
substantially => σημαντικά, substantiality => ουσιαστικότητα, substantial => ουσιαστικός, substantia nigra => ουσία μέλαινα, substantia grisea => Γκρίζα ουσία,