Greek Meaning of heftiness

βάρος

Other Greek words related to βάρος

Definitions and Meaning of heftiness in English

Wordnet

heftiness (n)

possessing muscular strength

the property of being large in mass

FAQs About the word heftiness

βάρος

possessing muscular strength, the property of being large in mass

αφθονία,μέγεθος,αφθονία,όγκος,γενναιοδωρία,μεγαλείο,μεγαλείο,μέγεθος,μέγεθος,ουσιαστικότητα

λεπτότητα,μικρότητα,λεπτομέρεια,μικρότητα,έλλειψη,μικρότητα,ανεπάρκεια,φτώχεια,φτώχεια,Μικρότητα

hefted => σήκωσε, hefte => φυλλάδιο, heft up => Σηκώνω, heft => βάρος, hefa => χεφά,