Greek Meaning of enormousness
Τεράστιος
Other Greek words related to Τεράστιος
- φρικαλεότητα
- τεράστιοτητα
- αχανής
- απέραντο
- μέγεθος
- μαζικότητα
- απέραντο
- φοβερότητα
- μέγεθος
- εκτατικός
- Γιγαντισμός
- γιγαντισμός
- μέγεθος
- αφθονία
- απέραντο
- ευρυχωρία
- απεραντοσύνη
- χωρητικότητα
- ευρυχωρία
- υπερβολή
- Σπατάλη
- ακρότητα
- κιτς
- μεγαλοπρέπεια
- μεγαλείο
- μεγαλείο
- απεριόριστοτητα
- μέγεθος
- ευρυχωρία
- συναρπαστικότητα
- τεράστιο μέγεθος
- ογκωδικότητα
- βάρος
Nearest Words of enormousness
Definitions and Meaning of enormousness in English
enormousness (n)
unusual largeness in size or extent or number
enormousness (n.)
The state of being enormous.
FAQs About the word enormousness
Τεράστιος
unusual largeness in size or extent or numberThe state of being enormous.
φρικαλεότητα,τεράστιοτητα,αχανής,απέραντο,μέγεθος,μαζικότητα,απέραντο,φοβερότητα,μέγεθος,εκτατικός
μικρότητα,λεπτομέρεια,μικρότητα,μικρότητα,Μικροσκοπικότητα,Ασημαντότητα,Μικρότητα
enormously => τεράστια, enormous => τεράστιος, enormity => φρικαλεότητα, enormities => Ασχήμιες, enorm => τεράστιος,