Greek Meaning of minuteness

λεπτομέρεια

Other Greek words related to λεπτομέρεια

Definitions and Meaning of minuteness in English

Wordnet

minuteness (n)

the property of being very small in size

great precision; painstaking attention to details

Webster

minuteness (n.)

The quality of being minute.

FAQs About the word minuteness

λεπτομέρεια

the property of being very small in size, great precision; painstaking attention to detailsThe quality of being minute.

φτώχεια,σπανιότητα,Μικροσκοπικότητα,μικρότητα,φτώχεια,σπανιότητα,Έλλειψη,Λεπτότητα,λεπτότητα,Λεπτότητα

μέγεθος,φρικαλεότητα,Τεράστιος,εκτατικός,μεγαλείο,μεγαλείο,μεικτό,απέραντο,μέγεθος,μέγεθος

minutemen => λεπτολεπτολόγοι, minuteman => Εθνοφύλακας, minutely => λεπτομερώς, minute-jack => λεπτό-jack, minute steak => Μπιφτέκι λεπτό,