Greek Meaning of mountainousness
ορεινός
Other Greek words related to ορεινός
- μέγεθος
- φρικαλεότητα
- Τεράστιος
- μεγαλείο
- υγεία
- απέραντο
- μέγεθος
- απέραντο
- ογκωδικότητα
- τεράστιοτητα
- αφθονία
- συναρπαστικότητα
- αφθονία
- επάρκεια
- αφθονία
- όγκος
- αφθονία
- υπερβολή
- εκτατικός
- Σπατάλη
- ακρότητα
- γενναιοδωρία
- μεγαλείο
- μεικτό
- αχανής
- Απληστία
- Φιλελευθερισμός
- μέγεθος
- μαζικότητα
- ισχύς
- ουσιαστικότητα
- ευρυχωρία
- ομορφιά
- βάρος
- ποσότητα
- Επάρκεια
Nearest Words of mountainousness
Definitions and Meaning of mountainousness in English
mountainousness (n.)
The state or quality of being mountainous.
FAQs About the word mountainousness
ορεινός
The state or quality of being mountainous.
μέγεθος,φρικαλεότητα,Τεράστιος,μεγαλείο,υγεία,απέραντο,μέγεθος,απέραντο,ογκωδικότητα,τεράστιοτητα
λεπτότητα,μικρότητα,λεπτομέρεια,μικρότητα,έλλειψη,μικρότητα,ανεπάρκεια,φτώχεια,Μικρότητα,σπανιότητα
mountainous => ορεινός, mountainet => Βουνό, mountainer => ορειβάτης, mountaineering => Ορειβασία, mountaineer => Ορειβάτης,