Greek Meaning of extensiveness
εκτατικός
Other Greek words related to εκτατικός
- μέγεθος
- φρικαλεότητα
- Τεράστιος
- γιγαντισμός
- μεγαλείο
- τεράστιοτητα
- αχανής
- απέραντο
- μέγεθος
- μαζικότητα
- αφθονία
- απέραντο
- ογκωδικότητα
- φοβερότητα
- απεραντοσύνη
- χωρητικότητα
- Γιγαντισμός
- μεγαλείο
- απεριόριστοτητα
- μέγεθος
- μέγεθος
- ευρυχωρία
- συναρπαστικότητα
- τεράστιο μέγεθος
- απέραντο
- βάρος
- ευρυχωρία
- ευρυχωρία
- υπερβολή
- Σπατάλη
- ακρότητα
- κιτς
- μεγαλοπρέπεια
Nearest Words of extensiveness
- extensively => εκτενώς
- extensive => εκτεταμένος
- extensionist => επεκτασιολόγος
- extensional => εκτατικός
- extension service => Γεωργική συμβουλευτική υπηρεσία
- extension phone => Επέκταση τηλεφώνου
- extension ladder => Τηλεσκοπική σκάλα
- extension course => Μαθήματα επέκτασης
- extension cord => Καλώδιο επέκτασης
- extension agent => σύμβουλος επέκτασης
Definitions and Meaning of extensiveness in English
extensiveness (n)
large or extensive in breadth or importance or comprehensiveness
extensiveness (n.)
The state of being extensive; wideness; largeness; extent; diffusiveness.
FAQs About the word extensiveness
εκτατικός
large or extensive in breadth or importance or comprehensivenessThe state of being extensive; wideness; largeness; extent; diffusiveness.
μέγεθος,φρικαλεότητα,Τεράστιος,γιγαντισμός,μεγαλείο,τεράστιοτητα,αχανής,απέραντο,μέγεθος,μαζικότητα
λεπτομέρεια,μικρότητα,μικρότητα,μικρότητα,Μικροσκοπικότητα,Ασημαντότητα,Μικρότητα
extensively => εκτενώς, extensive => εκτεταμένος, extensionist => επεκτασιολόγος, extensional => εκτατικός, extension service => Γεωργική συμβουλευτική υπηρεσία,