FAQs About the word boundlessness

απεραντοσύνη

the quality of being infinite; without bound or limit

απειρία,απεριόριστοτητα,μονιμότητα,μόνιμο,αχρονία,άπειρο,απειρότητα,αιωνιότητα,αιωνιότητα,αιώνιος

εφήμεροτητα,εφήμερη,εφήμερος,εφήμερο,προσωρινότητα

boundlessly => απεριόριστα, boundless => απεριόριστος, bounding => οριοθέτηση, bounderish => θρασύς, bounder => αγενής,