Greek Meaning of bounderish

θρασύς

Other Greek words related to θρασύς

Definitions and Meaning of bounderish in English

Wordnet

bounderish (s)

(of persons) lacking in refinement or grace

FAQs About the word bounderish

θρασύς

(of persons) lacking in refinement or grace

κλόουν,σκύλος,τζόκερ,βάρβαρος,Θηρίο,βαλβίδα εξαέρωσης,ενοχλητικός,παχύδερμος,μούγκο,βάρβαρος

κύριος,ήρωας,κυρία,Ηρωίδα,είδωλο,Πρότυπο,άγγελος,Άγιος

bounder => αγενής, bounden => δεσμευμένος, boundedness => περιορισμός, bounded interval => περιορισμένο διάστημα, bounded => οριοθετημένο,