Greek Meaning of loudmouth

λαμόγιο

Other Greek words related to λαμόγιο

Definitions and Meaning of loudmouth in English

Wordnet

loudmouth (n)

a person who causes trouble by speaking indiscreetly

FAQs About the word loudmouth

λαμόγιο

a person who causes trouble by speaking indiscreetly

κλόουν,σκύλος,τζόκερ,κακός,βάρβαρος,Θηρίο,βαλβίδα εξαέρωσης,ενοχλητικός,παχύδερμος,αγενής

κύριος,ήρωας,κυρία,Ηρωίδα,είδωλο,Πρότυπο,Άγιος,άγγελος

loudly => δυνατά, loud-hailer => μεγάφωνο, loudful => θορυβώδης, louden => δυνατά, loud pedal => Πεντάλ γκαζιού,