Greek Meaning of louse
Φθείρας
Other Greek words related to Φθείρας
- κλόουν
- σκύλος
- ποντίκι
- σκάντζοχοιρος
- Θηρίο
- βαλβίδα εξαέρωσης
- ενοχλητικός
- παχύδερμος
- αγενής
- μούγκο
- βάρβαρος
- μαλάκας
- γύπας
- CAD
- αγροίκος
- μπουσουλώ
- σκατά
- ψίχουλο
- μίγμα
- καταδότης
- φτέρνα
- κυνηγόσκυλο
- τζόκερ
- αναιδής
- ενόχληση
- χάπι
- Ερπετά
- σάπιος
- βρωμιά
- Τσίχλα
- αλήτης
- Φίδι
- ο τάδε
- χλοοτάπητας
- βρωμύλος
- χοίρος
- Βάτραχος
- βλαβερά ζώα
- Ζιζάνια
- κακός
- Μπαστάρδος
- ξεφτίλας
- καθίκι
- απατεώνας
- Γλίτσας
- κουτόφραγκος
- βάρβαρος
- Μπλόκχεντ
- Σούλα (Soula)
- σπηλαιάνθρωπος
- πω πω
- Ντανκ
- ναρκωτικό
- μπάχαλος
- θρασύς
- λαμόγιο
- απατεώνας
- κακούργος
- Νεάντερταλ
- nerd
- κόνιδα
- Παξιμάδι
- παράσιτο
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- Τραχύς λαιμός
- άγριος
- κρούστα
- παλιόπαιδο
- schmo
- απόσπασμα
- σνομπ
- μούγκα
- Γαλοπούλα
- χυδαίος
- δυστυχής
- Φινκ του αρουραίου
- τεμπέλης
- Βρομιάρης
Nearest Words of louse
Definitions and Meaning of louse in English
louse (n)
wingless usually flattened bloodsucking insect parasitic on warm-blooded animals
a person who has a nasty or unethical character undeserving of respect
any of several small insects especially aphids that feed by sucking the juices from plants
wingless insect with mouth parts adapted for biting; mostly parasitic on birds
louse (n.)
Any one of numerous species of small, wingless, suctorial, parasitic insects belonging to a tribe (Pediculina), now usually regarded as degraded Hemiptera. To this group belong of the lice of man and other mammals; as, the head louse of man (Pediculus capitis), the body louse (P. vestimenti), and the crab louse (Phthirius pubis), and many others. See Crab louse, Dog louse, Cattle louse, etc., under Crab, Dog, etc.
Any one of numerous small mandibulate insects, mostly parasitic on birds, and feeding on the feathers. They are known as Mallophaga, or bird lice, though some occur on the hair of mammals. They are usually regarded as degraded Pseudoneuroptera. See Mallophaga.
Any one of the numerous species of aphids, or plant lice. See Aphid.
Any small crustacean parasitic on fishes. See Branchiura, and Ichthvophthira.
louse (v. t.)
To clean from lice.
FAQs About the word louse
Φθείρας
wingless usually flattened bloodsucking insect parasitic on warm-blooded animals, a person who has a nasty or unethical character undeserving of respect, any of
κλόουν,σκύλος,ποντίκι,σκάντζοχοιρος,Θηρίο,βαλβίδα εξαέρωσης,ενοχλητικός,παχύδερμος,αγενής,μούγκο
κύριος,ήρωας,κυρία,άγγελος,Ηρωίδα,είδωλο,Πρότυπο,Άγιος
louri => λουρί, lour => σκυθρωπός, loups-garous => λυκάνθρωποι, loups => λύκοι, loup-loup => λύκος-λύκος,