Greek Meaning of scab
κρούστα
Other Greek words related to κρούστα
- βάρβαρος
- Σούλα (Soula)
- φτέρνα
- λαμόγιο
- Φθείρας
- απατεώνας
- κακούργος
- κόνιδα
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- Τραχύς λαιμός
- άγριος
- παλιόπαιδο
- κακός
- χυδαίος
- δυστυχής
- κουτόφραγκος
- Θηρίο
- βαλβίδα εξαέρωσης
- ενοχλητικός
- Μπλόκχεντ
- παχύδερμος
- αγενής
- μούγκο
- βάρβαρος
- μαλάκας
- γύπας
- CAD
- σπηλαιάνθρωπος
- αγροίκος
- κλόουν
- μπουσουλώ
- σκατά
- ψίχουλο
- μίγμα
- Ντανκ
- σκύλος
- ναρκωτικό
- μπάχαλος
- κυνηγόσκυλο
- αναιδής
- Νεάντερταλ
- ενόχληση
- Παξιμάδι
- παράσιτο
- χάπι
- ποντίκι
- Ερπετά
- σάπιος
- schmo
- σκάντζοχοιρος
- Τσίχλα
- αλήτης
- Φίδι
- απόσπασμα
- μούγκα
- ο τάδε
- χλοοτάπητας
- βρωμύλος
- χοίρος
- Βάτραχος
- Γαλοπούλα
- βλαβερά ζώα
- Ζιζάνια
- Μπαστάρδος
- τεμπέλης
- ξεφτίλας
- Γλίτσας
- μυαλό πουλιού
- πω πω
- σπασίκλα
- καταδότης
- θρασύς
- τζόκερ
- nerd
- βρωμιά
- σνομπ
- Μύτη
- Φινκ του αρουραίου
- καθίκι
- απατεώνας
- Βρομιάρης
Nearest Words of scab
Definitions and Meaning of scab in English
scab (n)
someone who works (or provides workers) during a strike
the crustlike surface of a healing skin lesion
scab (v)
form a scab
take the place of work of someone on strike
scab (n.)
An incrustation over a sore, wound, vesicle, or pustule, formed by the drying up of the discharge from the diseased part.
The itch in man; also, the scurvy.
The mange, esp. when it appears on sheep.
A disease of potatoes producing pits in their surface, caused by a minute fungus (Tiburcinia Scabies).
A slight irregular protuberance which defaces the surface of a casting, caused by the breaking away of a part of the mold.
A mean, dirty, paltry fellow.
A nickname for a workman who engages for lower wages than are fixed by the trades unions; also, for one who takes the place of a workman on a strike.
Any one of various more or less destructive fungus diseases attacking cultivated plants, and usually forming dark-colored crustlike spots.
scab (v. i.)
To become covered with a scab; as, the wound scabbed over.
FAQs About the word scab
κρούστα
someone who works (or provides workers) during a strike, the crustlike surface of a healing skin lesion, form a scab, take the place of work of someone on strik
βάρβαρος,Σούλα (Soula),φτέρνα,λαμόγιο,Φθείρας,απατεώνας,κακούργος,κόνιδα,Τσαμπουκάς,απατεώνας
κύριος,ήρωας,κυρία,άγγελος,Ηρωίδα,είδωλο,Πρότυπο,Άγιος
sc => sc, sbw => ssb, 'sblood => αίμα, sbe => sbe, sba => sba,