FAQs About the word bounded interval

περιορισμένο διάστημα

an interval that includes its endpoints

No synonyms found.

No antonyms found.

bounded => οριοθετημένο, boundary line => Συνοριακή γραμμή, boundary layer => Οριακό στρώμα, boundary condition => Συνοριακή συνθήκη, boundary => σύνορο,