Greek Meaning of bountifulness
αφθονία
Other Greek words related to αφθονία
Nearest Words of bountifulness
Definitions and Meaning of bountifulness in English
bountifulness (n)
the property of copious abundance
FAQs About the word bountifulness
αφθονία
the property of copious abundance
γενναιοδωρία,φιλανθρωπία,ανταμοιβή,γενναιοδωρία,Δώρο,καλοσύνη,γενναιοδωρία,γενναιοδωρία,Φιλελευθερισμός,μεγαλοδωρία
φτηνότητα *f̱tinótita,εγγύτητα,προστασία,εξοικονόμηση,Οικονομία,λιτότητα,κτηνοτροφία,κακία,τσιγγουνιά,φειδώ
bountifully => αφειδώς, bountiful => άφθονος, bounties => ανταμοιβές, bountied => ανταμειβόμενοι, bounteousness => γενναιοδωρία,