Greek Meaning of improvidence

Απρονοησία

Other Greek words related to Απρονοησία

Definitions and Meaning of improvidence in English

Wordnet

improvidence (n)

a lack of prudence and care by someone in the management of resources

Webster

improvidence (n.)

The quality of being improvident; want of foresight or thrift.

FAQs About the word improvidence

Απρονοησία

a lack of prudence and care by someone in the management of resourcesThe quality of being improvident; want of foresight or thrift.

γενναιοδωρία,επιείκεια,Φιλελευθερισμός,σπατάλη,αφθονία,Επιδεικτική κατανάλωση,περίσσεια,Σπατάλη,Υπερβολή,σπατάλη

Οικονομία,λιτότητα,λιτότητα,εγκράτεια,φθηνός,συγκράτηση,εγκράτεια

improvided => αυτοσχέδιος, improver => βελτιωτής, improvement => βελτίωση, improved => βελτιωμένη, improve => βελτιώνω,