Greek Meaning of improvability

δυνατότητα βελτίωσης

Other Greek words related to δυνατότητα βελτίωσης

Definitions and Meaning of improvability in English

Webster

improvability (n.)

The state or quality of being improvable; improvableness.

FAQs About the word improvability

δυνατότητα βελτίωσης

The state or quality of being improvable; improvableness.

βελτιώνω,βοήθεια,βελτιώνω,τροποποιώ,καλύτερος,εμπλουτίζω,τέλειο,εκλεπτύνω,ενισχύω,Αποκαθιστώ

ζημιά,βλάβη,πόνος,βλάπτω,τραυματίζω,μειώνω,χαλάω,μαυρίζω,χειροτερεύει,Φυτόφθορα

improsperous => άπορος, improsperity => δυστυχία, impropriety => ακαταλληλότητα, improprieties => Απρέπειες, impropriatrix => σφετερίστρια,