Greek Meaning of endamage

καταστρέφω

Other Greek words related to καταστρέφω

Definitions and Meaning of endamage in English

Webster

endamage (v. t.)

To bring loss or damage to; to harm; to injure.

FAQs About the word endamage

καταστρέφω

To bring loss or damage to; to harm; to injure.

συμβιβασμός,ζημιά,πόνος,τραυματίζω,ουλή,Σπάω,ανάπηρος,παραμορφώνω,διαβρώνω,Ελάττωμα

θεραπεία,επισκευή,θεραπεύω,βοήθεια,βελτιώνω,επισκευάζω,τσιρότο,ανοικοδομώ,ανακατασκευάζω,διορθώνω

end-all => το τέλος των πάντων, endaemonism => ευδαιμονισμός, endable => Τέλος, end user => τελικός χρήστης, end up => καταλήγω,