Greek Meaning of cross (up)
διασχίζω (προς τα πάνω)
Other Greek words related to διασχίζω (προς τα πάνω)
- συμβιβασμός
- ανάπηρος
- ζημιά
- πόνος
- τραυματίζω
- ουλή
- εξασθενώ
- ατέλεια
- Σπάω
- Κάβουρας
- Αμαύρωσι
- παραμορφώνω
- καταστρέφω
- διαβρώνω
- Ελάττωμα
- βλάβη
- βλάπτω
- ερείπια
- χαλάω
- υπονομεύω
- ακυρώνω
- Πλύσιμο
- πληγή
- Κολλήσει
- φθείρω
- καταπληκτικό
- Ζύμη
- Φυτόφθορα
- χαλάω
- μεζούρα
- βαθούλωμα
- έρημος
- επιδεινώνω
- ντινγκ
- απενεργοποίηση
- εξασθενίζω
- αποδυναμώνω
- Μηριαίοι τένοντες
- σκίζω
- χωλός
- κουίρ
- τρίβω
- μάστιγα
- σπάω
- συντρίβω
- μαυρίζω
- κατεδαφίζω
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- συνολικό
- Απορρίματα
- σβήνω
- ναυάγιο
Nearest Words of cross (up)
- cross action => Διασταυρωμένη δράση
- cross actions => Διασταυρούμενες ενέργειες
- cross fire => Διασταυρούμενα πυρά
- cross fires => Σταυρωτά πυρά
- cross paths (with) => (συναντώ κάποιον)
- crossbars => εγκάρσιες δοκοί
- crossbeams => εγκάρσιες δοκοί
- crossbowman => Τοξότης
- crossbowmen => Τοξότες
- cross-claim => ανταγωγή
Definitions and Meaning of cross (up) in English
cross (up)
to ruin (something) completely, to make (someone) confused
FAQs About the word cross (up)
διασχίζω (προς τα πάνω)
to ruin (something) completely, to make (someone) confused
συμβιβασμός,ανάπηρος,ζημιά,πόνος,τραυματίζω,ουλή,εξασθενώ,ατέλεια,Σπάω,Κάβουρας
θεραπεία,επισκευή,θεραπεύω,βοήθεια,επισκευάζω,τσιρότο,ανοικοδομώ,ανακατασκευάζω,διορθώνω,φάρμακο
cross (out) => διαγράψω, crosiers => ποιμαντορικά ραβδιά, croquettes => Κροκέτες, crops => Καλλιέργειες, cropping (up) => Εμφανίζεται,