Greek Meaning of cross (up)

διασχίζω (προς τα πάνω)

Other Greek words related to διασχίζω (προς τα πάνω)

Definitions and Meaning of cross (up) in English

cross (up)

to ruin (something) completely, to make (someone) confused

FAQs About the word cross (up)

διασχίζω (προς τα πάνω)

to ruin (something) completely, to make (someone) confused

συμβιβασμός,ανάπηρος,ζημιά,πόνος,τραυματίζω,ουλή,εξασθενώ,ατέλεια,Σπάω,Κάβουρας

θεραπεία,επισκευή,θεραπεύω,βοήθεια,επισκευάζω,τσιρότο,ανοικοδομώ,ανακατασκευάζω,διορθώνω,φάρμακο

cross (out) => διαγράψω, crosiers => ποιμαντορικά ραβδιά, croquettes => Κροκέτες, crops => Καλλιέργειες, cropping (up) => Εμφανίζεται,