Greek Meaning of queer
κουίρ
Other Greek words related to κουίρ
- ταπεινώνω
- δυσφορία
- δυσφορία
- ταπεινός
- Ταπεινώνω
- ντροπή
- αναταράζω
- ενοχλώ
- υποτιμάω
- υποβαθμίζω
- αμηχανία
- Απογοήτευση
- ανησυχία
- ενοχλώ
- Διαταράσσω
- αναβάλλω
- σβήνω
- βγάζω από τις άρρηκτες
- αναστατώνω
- αναστατωμένος
- ντροπιάζω
- Ντροπή
- Μπερδεύω
- συγχέω
- απογοητεύω
- ταράζω
- αποθαρρύνω
- εκνευρίζω
- φάση
- ταραχή
- ταπεινώνω
- μπερδεύω
- κουδουνίστρα
Nearest Words of queer
- queensland nut => Καρύδι του Κουίνσλαντ
- queensland lungfish => Διπνοός του Κουίνσλαντ
- queensland kauri => καουρί στην Κουίνσλαντ
- queensland hemp => Κάνναβη του Κουίνσλαντ
- queensland grass-cloth plant => Φυτό χόρτου Κουίνσλαντ
- queensland bottletree => Δέντρο Μπουκάλι του Κουίνσλαντ
- queensland => Κουίνσλαντ
- queen-sized => Μεγέθους queen-size
- queen-size => Μεγάλο διπλό
- queenship => βασίλισσα
Definitions and Meaning of queer in English
queer (n)
offensive term for a homosexual man
queer (v)
hinder or prevent (the efforts, plans, or desires) of
put in a dangerous, disadvantageous, or difficult position
queer (s)
beyond or deviating from the usual or expected
homosexual or arousing homosexual desires
queer (a.)
At variance with what is usual or normal; differing in some odd way from what is ordinary; odd; singular; strange; whimsical; as, a queer story or act.
Mysterious; suspicious; questionable; as, a queer transaction.
To puzzle.
To ridicule; to banter; to rally.
To spoil the effect or success of, as by ridicule; to throw a wet blanket on; to spoil.
queer (n.)
Counterfeit money.
FAQs About the word queer
κουίρ
offensive term for a homosexual man, hinder or prevent (the efforts, plans, or desires) of, put in a dangerous, disadvantageous, or difficult position, beyond o
ταπεινώνω,δυσφορία,δυσφορία,ταπεινός,Ταπεινώνω,ντροπή,αναταράζω,ενοχλώ,υποτιμάω,υποβαθμίζω
Ήρεμος,ζητωκραυγές,Άνεση,Κονσόλα,ενθαρρύνω,ανακουφίζω,,διαβεβαιώ,Σημαδούρα,ενθαρρύνω
queensland nut => Καρύδι του Κουίνσλαντ, queensland lungfish => Διπνοός του Κουίνσλαντ, queensland kauri => καουρί στην Κουίνσλαντ, queensland hemp => Κάνναβη του Κουίνσλαντ, queensland grass-cloth plant => Φυτό χόρτου Κουίνσλαντ,