Greek Meaning of queerly
παράξενα
Other Greek words related to παράξενα
Nearest Words of queerly
- queerish => παράξενο
- queer duck => Παράξενος
- queer bird => Παράξενο πουλί
- queer => κουίρ
- queensland nut => Καρύδι του Κουίνσλαντ
- queensland lungfish => Διπνοός του Κουίνσλαντ
- queensland kauri => καουρί στην Κουίνσλαντ
- queensland hemp => Κάνναβη του Κουίνσλαντ
- queensland grass-cloth plant => Φυτό χόρτου Κουίνσλαντ
- queensland bottletree => Δέντρο Μπουκάλι του Κουίνσλαντ
Definitions and Meaning of queerly in English
queerly (r)
in a strange manner
in a questionably unusual manner
queerly (adv.)
In a queer or odd manner.
FAQs About the word queerly
παράξενα
in a strange manner, in a questionably unusual mannerIn a queer or odd manner.
παράξενα,ιδιόμορφα,παράξενα,ασυνήθιστα,ανώμαλα,εξαιρετικά,αστεία,Ανώμαλα,σπάνια,παράξενα
συνήθως,γενικά,φυσικά,συνήθως,συνήθως,συνήθως,συνήθως,συνήθως,συνήθως,φυσικά
queerish => παράξενο, queer duck => Παράξενος, queer bird => Παράξενο πουλί, queer => κουίρ, queensland nut => Καρύδι του Κουίνσλαντ,