Greek Meaning of quelling

καταστολή

Other Greek words related to καταστολή

Definitions and Meaning of quelling in English

Wordnet

quelling (n)

forceful prevention; putting down by power or authority

Webster

quelling (p. pr. & vb. n.)

of Quell

FAQs About the word quelling

καταστολή

forceful prevention; putting down by power or authorityof Quell

συντριπτικός,καταπιεστικός,δαμάζοντας,κατασταλτικός,κατεδάφιση,Καταστροφικός,κατάσβεση,υπερνίκηση,ακύρωση,σιωπηρή

υποκίνηση,βοήθεια,βοήθεια,υποστήριξη,βοηθητικός,υποστηρίζων,προελαύνοντας,ενθαρρυντικός,υποδαυλίζοντας,καλλιέργεια

queller => καταπιεστής, quelled => κατέστειλε, quell => σβήνω, queint => χαριτωμένο, quegh => κουέγ,