FAQs About the word quencher

πυροσβεστήρας

One who, or that which, quenches.

Ποτό,ποτό,πόσιμο,σπονδή,πόσιμο,αναψυκτικό,αλκοόλ,μπίρα,Μεθυσμένος,αλκοόλ

No antonyms found.

quenched steel => σκληρυμένος χάλυβας, quenched => σβησμένο, quenchable => Σβήσιμο, quemeful => ένοχος, queme => κορυφή,