FAQs About the word soda pop

Αναψυκτικό

a sweet drink containing carbonated water and flavoring

ποπ,αναψυκτικό,Αναψυκτικό,Τονωτικό,ποτό,σπονδή,Φίλτρο,πόσιμο,μίγμα,μιξερ

αλκοόλ,αλκοόλ,πνεύματα,μπίρα,Μεθυσμένος

soda niter => Νιτρικό νάτριο, soda lime => Υδροξείδιο του νατρίου, soda jerker => υπάλληλος κυλικείου αναψυκτικών, soda jerk => Σερβιτόρος αναψυκτικών, soda fountain => Συντριβάνι αναψυκτικών,