FAQs About the word drinkable

πόσιμο

any liquid suitable for drinking, suitable for drinkingCapable of being drunk; suitable for drink; potable. Macaulay. Also used substantively, esp. in the plura

Καθαρός,φρέσκος,πόσιμο,καθαρός,αμόλυντος,μη δηλητηριώδης,Αμόλυντος

Μολυσμένος,φάουλ,δηλητηριώδης,μολυσμένος,τοξικός,ακατάλληλο για κατανάλωση,ανθυγιεινό,ανθυγιεινός,ανθυγιεινό

drink up => Πιες, drink in => Πίνω μέσα, drink down => Πιες το μέχρι τέλους, drink => ποτό, drimys winteri => Κανέλα,